- κοφινίδιν
- κοφινίδιν, τὸ (Μ)μικρό κοφίνι, καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοφίνι + υποκορ. κατάλ. -ίδ-ιν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται … Dictionary of Greek